ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΡΟΥΠΕΛ
ΣΥΜΒΟΛΟ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΚΑΙ ΔΑΝΩΝ
Γράφει ο Ν. Σκαρλάτος
Η κάτω κοιλάδα του ποτ. Στρυμόνα ή Ρουπελίου, από τον 6ο μ.Χ αιώνα αποτελούσε τη σπουδαιότερη πύλη εισόδου του Βυζαντίου από βορρά προς νότο. Από τον Βυζαντινό χρονογράφο Κεδρηνό Γεώργιο, ο οποίος έγραψε περί τα τέλη του 11ου αι. ή αρχές του 12ουαι. μ.Χ τη «Σύνοψη Ιστοριών», την ιστορία του τότε γνωστού κόσμου από κτίσεως μέχρι την άνοδο στο θρόνο του Ισαακίου Κομνηνού (1057 μ.Χ), αλλά και από τον Γάλλο ιστορικό και αρχαιολόγο (1844-1929) Γουσταύο Σλουμπερζέ, αναφέρεται ως Κίμπαλουγκ, (Κίμπα Λόγγος).
Ο Βυζαντινός ιστορικός, Γεώργιος Ακροπολίτης, στην ιστορική συγγραφή των γεγονότων της περιόδου του Βασιλείου Βουλγαροκτόνου (11ος μ.Χ αιώνας), περιγράφοντας την κάτω κοιλάδα του Στρυμόνα, την αναφέρει ως κοιλάδα του Ρουπελίου «… επείπερ επέπτυστο εις την του Ρουπελίου δυσχωρίαν , καθ’ ην ο ποταμός Στρυμών ρεί δυσί συγκλειόμενος όρεσιν, ως μόλις άμαξαν δια ταύτης έρχεσθαι….». Το όνομα επίσης Ρούπελης, συναντάται και σε Μεσαιωνικό κάστρο της Αρκαδίας.
Τη σημερινή οροθετική γραμμή μεταξύ της Ελλάδος και της Βουλγαρίας, χαραγμένη πάνω σε χάρτη κλίμακας 1:200.000 του Αυστριακού Επιτελείου, την ορίζουν το άρθρο 5 και το προσαρτημένο στη Συνθήκη του Βουκουρεστίου πρωτόκολλο της 17ης Αυγούστου 1913. Οι χάρτες βέβαια, που χρησιμοποιούσε την περίοδο αυτή το Στρατηγείο των δύο Βαλκανικών πολέμων, ήταν κυρίως ανατυπώσεις αντίστοιχων ξένων, γι’ αυτό και πολλά τοπωνύμια, μέχρι να ολοκληρωθούν οι τοπογραφικές εργασίες από τη Γεωγραφική Υπηρεσία του Στρατού και να εκδοθούν οι αντίστοιχοι Ελληνικοί, διατηρήθηκαν ως τα τέλη της δεκαετίας του 1960, με τις Τουρκικές ή Φράγκικες ονομασίες τους. Το όνομα π.χ του υψώματος Ουσσίτα μπροστά από το Ρούπελ, έχει Ουγγρική ρίζα, ενώ το Μπέλλες είναι πρώτο συνθετικό του Μπέλλα Ζίτσα ή Μπελαβίστα (όμορφο βουνό), όπως αναφέρουν το βουνό ο Κεδρηνός και ο Σλουμπερζέ. Ο Ακροπολίτης, το αποκαλεί Βαλαθίστα και οι Τούρκοι το έλεγαν Σουλτανίτσα.
Η οχύρωση των νέων συνόρων από τον Ελληνικό στρατό, με την κατασκευή ενός συστήματος ανασχετικών οχυρών, που απαγόρευαν κάθε Βουλγαρική κίνηση προς νότο, άρχισε αμέσως μετά την υπογραφή της συνθήκης του Βουκουρεστίου και των όρων που προβλέπονταν απ’ αυτήν. Γιατί όμως δόθηκε η ονομασία Ρούπελ, με τη Γερμανόφωνη κατάληξη (ελ), στο ομώνυμο ανασχετικό οχυρό, αντί της Ελληνικής Ρουπελίου;
Kimbο σημαίνει κυρτός ή καμπύλος και Κίμπα-λουγκ κυρτός ή βαθύς λόγγος. Κιμπρική όμως ή Κιμβρική (Εγκυκλ. Λεξικό Ηλίου), ονομάζονταν κατά την αρχαιότητα και η στενή χερσόνησος της Ιουτλάνδης (Γιουτλάνδης) και Σλέσβιγκ –Χολστάϊν, που ανήκε παλαιότερα ολόκληρη στη Δανία. Οι Κίμβροι - Κίμπροι ή Γίγαντες, ήσαν οι ιστορικοί κάτοικοι αυτής της χερσονήσου, οι οποίοι θεωρούσαν ως γεννήτορά τους και θρυλικό τους ηγεμόνα τον κοινό Θεό των Βορείων Οντίν ή Βουτάν. Πιεζόμενοι από τους Σκανδιναβούς και άλλους βόρειους λαούς ή πιθανόν αναγκασθέντες να μεταναστεύσουν, λόγω των μεγάλων ορμητικών πλημμυρών, που κατέκλυσαν τη χώρα τους, κατήλθαν περί τα μέσα του 2ου π.Χ αιώνα προς νότο, αναζητούντες νέα χώρα προς εγκατάσταση. Ενωθέντες με τους ομόφυλους τους Τεύτονες, υπήρξαν οι πρώτοι, που αποτέλεσαν σοβαρό κίνδυνο και υπολογίσιμη απειλή για τους Ρωμαίους. Στην ιστορία εμφανίζονται από το 115 π.Χ , όταν επιχείρησαν να εγκατασταθούν στη σημερινή Γερμανία, παραγκωνίζοντας τους Κέλτες, οι οποίοι κατείχαν τότε τις κεντρικές και νότιες περιοχές αυτής της χώρας. Όταν κυριάρχησαν στη Σκανδιναβική χερσόνησο και αφού λαφυραγώγησαν τις χώρες του Καρλομάγνου, επιτέθηκαν κατά των Αράβων και έφθασαν μέχρι την Καλσρούη. Μετά την επιδρομή τους κατά της Αγγλίας ίδρυσαν μαζί με τους Νορβηγούς το δουκάτο της Νορμανδίας. Όταν όμως προσέκρουσαν στην αντίσταση των Βοϊων, των κατοίκων της σημερινής Βοημίας, κινήθηκαν κατά μήκος της κοιλάδας του Δουνάβεως, όπου συγκρούστηκαν με τα εγκατεστημένα σ’ αυτήν φύλα. Αναγκάστηκαν δε να κατευθυνθούν ακόμη νοτιότερα και να εμφανισθούν στη Ρωμαϊκή Επαρχία του Νωρικού, τη σημερινή Καρινθία στη νότια Αυστρία. Ο Πλούταρχος στο «Βίο του Μαρίου», εφιστά την προσοχή επί των χαρακτηριστικών τους, τους οποίους περιγράφει ως υψηλού αναστήματος με κυανούς οφθαλμούς, ενώ άλλοι ιστορικοί τους περιγράφουν ως σκληραγωγημένους πολεμιστές, που υπέμεναν τις κακουχίες, την κόπωση, το ψύχος και τα χιόνια. Επετίθεντο μάλιστα κατά του εχθρού με βοή, την οποία ενίσχυαν οι φωνές των παιδιών.
Το 1065 μ.Χ εμφανίζονται για πρώτη φορά στην κοιλάδα του Ρουπελίου οι τουρκικές ορδές των Κουμάνων (Ούζων ή Οζούγων) και το 1185 μ.Χ κυριεύθηκε όλη η περιοχή του Ν. Σερρών για πέντε χρόνια από τους Νορμανδούς. Μετά τη Δ΄ Σταυροφορία 1204 μ.Χ και μέχρι το 1383 μ.Χ, που κατελήφθη οριστικά η Μακεδονία από τους Τούρκους, περιέρχονταν η περιοχή σε διάφορα Φραγκικά και γειτονικά φύλα.
Στους εθνολογικούς πίνακες της επιτελικής υπηρεσίας του Ελληνικού Στρατού, που συντάχθηκαν πριν από τους Βαλκανικούς πολέμους και σ’ αυτούς που συντάχθηκαν τον Αύγουστο του 1915, ο οικισμός εντός της κοιλάδας αναφέρεται ως Ρουπέλι στην Ελληνική γλώσσα και Ρούπελ στη Γαλλική.
Το 1916, τρία χρόνια μετά τη λήξη των Βαλκανικών πολέμων, το ανασχετικό οχυρό αναφέρεται από τις Ελληνικές εφημερίδες, κατά τη γνωστή ατιμωτική του παράδοση στους Γερμανο-βουλγάρους, με την ονομασία Ρούπελ.
Ξενική, πιθανόν Ουγγρική ονομασία έχει και το υποκείμενο μπροστά από το οχυρό, ύψωμα της «Ουσσίτας». Το όνομα αυτό συνδέεται προφανώς με τους Ουσσάρους, επίλεκτους ιππείς, οι οποίοι ήταν στρατιώτες του ελαφρού ιππικού, κατ’ αρχήν στην Ουγγαρία και κατόπιν στην Πολωνία, Γερμανία, Γαλλία και άλλα μέρη της Ευρώπης. Σώματα «Ουσζάρ», ελαφρών ιππέων, αναφέρονται στην ιστορία από το 1435. Ιδρύθηκαν από τον Ούγγρο Βασιλιά Σιγισμούνδο και η λέξη υποδηλοί ένα θεσμό, σύμφωνα με τον οποίο κατά το μεσαίωνα στην Ουγγαρία, ανά είκοσι (Ουσζάρ= εικοστός) οικογένειες υποχρεώνονταν να παρέχουν ή να συντηρούν έναν έφιππο οπλίτη, για την ασφάλεια των συνόρων. Αναφέρεται βέβαια ότι, ο θεσμός αυτός κατά την ίδια περίοδο εφαρμόζονταν και στο Βυζάντιο. «Χωσιάρηδες» όμως και όχι Ουσζιάροι, ονομάζονταν οι έφιπποι οπλίτες του Βυζαντίου, φύλακες της προκάλυψης.
Με υπ’ αριθ. 2/1920 φύλλο της Κυβερνήσεως, στο οποίο δημοσιεύτηκε το από 4 Ιανουαρίου/1920 Βασιλικό Διάταγμα, που υπογράφει ο Βασιλιάς Αλέξανδρος, ο μικρός εντός της κοιλάδας οικισμός ο οποίος συνενώθηκε με την κοινότητα του Δραγοτίν (Προμαχώνα), αναφέρεται ως Ρούπελ και όχι Ρουπέλι,.
Τον Ιούλιο του 1930, με το υπ’ αριθ.250 Α-23/7/1930 Βασιλικό Διάταγμα, ο οικισμός αυτός με την ίδια ονομασία, Ρούπελ, φέρεται ν’ αποσπάται από την κοινότητα του Προμαχώνα, όπως μετονομάστηκε το Δραγοτίν και να προσαρτάται στην κοινότητα του Σιδηροκάστρου. Αργότερα όμως, με άλλο Βασιλικό Διάταγμα το 425 Α9/12/1932, αναβαθμίστηκε σε κοινότητα και κατοικούνταν μέχρι τις παραμονές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, που εκκενώθηκε τελικά από τους κατοίκους του.
Ρούπελ, ονομάζεται και ένας μικρός οικισμός του Δήμου Jorl στην περιοχή του Σλέβιν-Χόλσταϊν στη Χερσόνησο της Γιουτλάνδης στα σημερινά σύνορα της Γερμανίας με τη Δανία. Στην περιοχή αυτή βρίσκεται το μονοπάτι Praf Jorler-Landschaft, μια διαδρομή με φυσικά τοπία και ένα δάσος με στρατιωτική αξία, διότι αποτελεί περίκλειστο σημείο στηρίγματος. Δυτικά αυτού του υψώματος, το οποίο προφανώς ήταν οχυρωμένο, βρίσκεται και ο σημερινός ομώνυμος μικρός οικισμός.
Η περιοχή του Σλέσβιχ-Χόλσταϊν στη Χερσόνησο της Γιουτλάνδης, όπου διακρίνεται η θέση του οικισμού Ρούπελ του Δήμου Jorl και της πόλης Γλύξμπουργκστα σύνορα Δανίας –Γερμανίας.
Στην περιοχή αυτή, όπως αναφέρει ο Raymon Aron στο βιβλίο του «Σκέψεις επί του πολέμου, Κλαούζεβιτς» (σελίδα 16, στίχος 27), υπήρχαν ομώνυμα οχυρά, στα οποία, επιτέθηκε στις 18 Απριλίου του 1864 ο στρατός της Πρωσίας και της Αυστρίας με διαταγή του Βίσμαρκ κατά των Δανών, επειδή στέκονταν εμπόδιο στην επικύρωση της Πρωσικής κυριαρχίας στη Βόρεια Γερμανία. Στον άνισο και βραχείας διάρκειας πόλεμο, ο οποίος διεξήχθη ένα χρόνο μετά την ανάρρηση στο θρόνο της Δανίας (1863) του Χριστιανού Θ΄ πατέρα του ανελθόντος, λίγους μήνες νωρίτερα, στο θρόνο της Ελλάδος Γεωργίου του Α΄, ο ηρωισμός των Δανών προκάλεσε τον παγκόσμιο θαυμασμό (Εγκυκλ. Λεξικό Ηλίου). Με την αιφνιδιαστική κατά των οχυρών αυτών επιχείρηση ο Πρώσος ηγέτης, επιδίωκε να επιτύχει μια σημαντική νίκη και να προκαταλάβει τα μέλη της διασκέψεως του Λονδίνου, στην οποία συμμετείχαν εκτός από την Πρωσία, η Αγγλία, η Γαλλία, η Ρωσία και η Αυστρία, δυνάμεις, που ήταν αντίθετες στην ενοποίηση και επανασύσταση της Γερμανικής Αυτοκρατορίας. Κατά τον πόλεμο αυτό η Δανία απώλεσε τα δουκάτα Χόλσταϊν, Λάουενμπουργκ και Σλέσβιγκ, όπου βρίσκεται και η πόλη του Γκλύξμπουργκ ή Λύκσμπουργκ στα Δανέζικα, με γνωστότερο αξιοθέατο της, το ομώνυμο αναγεννησιακό κάστρο, όπου κατοικούσε ο Βασιλικός οίκος του Όλντενμπουργκ (ένας εκ των τριών κλάδων, που έλαβε το όνομα από τον πύργο). Από τον οίκο αυτό προέρχονται, όπως είναι γνωστό, οι βασιλικές οικογένειες της Δανίας (από το 1863) και της Νορβηγίας (από το 1905). Από τον ίδιο όμως οίκο, του Όλντενμπουργκ, κατάγεται και η πρώην βασιλική οικογένεια της Ελλάδος. Το Γκλύξμπουργκ, από το οποίο πήρε και τ’ όνομά της, βρίσκεται λίγα χιλιόμετρα, ανατολικά του Γερμανικού σήμερα οικισμού Ρούπελ, όση η απόσταση Ρούπελ – Σιδηρόκαστρο. Απέχει 10 χλμ από το Φλένσμπουργκ και ο πληθυσμός του ανέρχεται σε 5.984 κατοίκους.
Πανόραμα του οικισμού Ρούπελ και το περίκλειστο οχυρό ύψωμα με το βαθύ πράσινο χρώμα στη Χερσόνησο της Γιουτλάνδης
Το 1863, όπως είναι γνωστό, ο Γεώργιος Α΄ Χριστιανός, αποδέχθηκε το θρόνο της Ελλάδος και ορίστηκε από το Συνέδριο του Λονδίνου Βασιλιάς του νεοσύστατου ακόμη Ελληνικού κράτους. Ο γιός του και διάδοχος Κωνσταντίνος Α΄, ο οποίος ανήλθε στο θρόνο της Ελλάδος μετά τη δολοφονία του πατέρα του το 1913 στη Θεσσαλονίκη, ήταν ο Αρχιστράτηγος των Ελληνικών Δυνάμεων στους δύο Βαλκανικούς πολέμους και ένας εκ των συντελεστών, μαζί με τον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο, που συνέβαλαν στην επέκταση των Ελληνικών συνόρων μέχρι το Μπέλλες και το Νέστο. Ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος ο Α΄, με τον Ιωάννη Μεταξά ως επιτελάρχη, ήταν και οι πρώτοι που ξεκίνησαν αμέσως μετά τους Βαλκανικούς πολέμους την οχύρωση της τοποθεσίας. Είναι πολύ πιθανή συνεπώς η εκδοχή, το όνομα Ρούπελ, ν’ αποδόθηκε τιμητικά στο ανασχετικό οχυρό σε ανάμνηση της αντίστασης των Δανών στα ομώνυμα οχυρά του Σλέσβιχ-Χόλσταϊν και ως ένδειξη τιμής στην Ελληνική Βασιλική δυναστεία. Υπάρχει όμως και ενδεχόμενη ιστορική σχέση του ονόματος «Κίμπα-λουγκ», όπως αναφέρει την κοιλάδα του Στρυμόνα ο Σλουμπερζέ, με τους Κίμβρους και τη στενή Χερσόνησο της Γιουτλάνδης από την περίοδο ακόμη των Νορμανδών (1185 μ.Χ) ή των Φράγκων λίγα χρόνια αργότερα.